- δαικτης
- δαϊκτής-οῦ adj. m Anacr. = δαΐκτωρ См. δαικτωρ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαϊκτής — δαΐκτής, ο (Α) [δαΐζω (Ι)] καταστρεπτικός («δαϊκτής φθόνος») … Dictionary of Greek
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek
ψυχοδαΐκτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)] … Dictionary of Greek